- κεντρωνάριον
- κεντρωνάριονcase forneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεντρωνάριον — κεντρωνάριον, τὸ (Α) πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων*, δηλ. καθαριστήρων τής γραφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. άριον (< λατ. arium), πρβλ. εξεμπλ άριον, φαν άριον] … Dictionary of Greek